- υδροπερικάρδιο
- το, Νιατρ. συλλογή ορώδους, μη φλεγμονώδους, υγρού μέσα στο περικάρδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydropericardium (< υδρ[ο]-* + περικάρδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρωπικία — (Ιατρ.). Η συγκέντρωση του υγρού (ορού) που βγαίνει από το αίμα σε κοιλότητες του σώματος ή μέσα στους ιστούς ή κάτω από το δέρμα. H συλλογή αυτού του υγρού οφείλεται σε κάποια πίεση πάνω στις φλέβες με αποτέλεσμα να λιμνάζει το αίμα και να… … Dictionary of Greek